επανάκειμαι

επανάκειμαι
ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι]
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπανακείμενον — ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp masc acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp masc acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακείμενα — ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακεῖσθαι — ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακείσεται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανάκειται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέκειτο — ἐπανάκειμαι to be imposed upon imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”